το παράδειγμα της Πέπης Δαράκη
Του συνεργάτης μας Χαράλαμπος Μπαλτάς
Θα ήθελα να μοιάσω στην Πέπη Δαράκη. Τώρα που έρχονται οι δημοτικές εκλογές του Οκτώβρη, μου φαίνεται η πιο επίκαιρη. Τη βλέπω μπροστά μου κάθε φορά που σκέφτομαι τις σχέσεις του δήμου με τα παιδιά και με τα σχολεία. Τη βλέπω να κάνει βόλτες στο Δουργούτι και να χαμογελά στα φτωχά παιδιά που συναντά στο δρόμο της. Να είναι η πρώτη θεατής της ταινίας «Συνοικία το Όνειρο» πριν απαγορευτεί. Και τη βλέπω να ονειρεύεται «ονειρεμένους παιδότοπους» και βιβλιοθήκες. Τη βλέπω να έρχεται στο σπίτι της η Ρόζα Ιμβριώτη από το Γκύζη και ο Κώστας Σωτηρίου από την Ανατολική Αττική και να τη συμβουλεύον για το τι να κάνει ως δημοτική σύμβουλος. Τη βλέπω να παίρνει μέρος στις εκλογές, αυτή η δασκάλα με τη δημοσιογραφία της και να πηγαίνει με τους «Φιλελεύθερους», να εκλέγεται μαζί τους, αλλά να μετακομίζει προς έκπληξη όλων στα έδρανα της ΕΔΑ. Είναι μια κομουνίστρια. Αυτό έγινε το 1954. Είναι μια γυναίκα δημοτική σύμβουλος μεταξύ άλλων που πρώτη φορά εκλέγονται. Όταν αφήνει τον συνδυασμό του Πλαστήρα και περνά στην ΕΔΑ όλοι παγώνουν. Η θέση της είναι στην αριστερά. Ο εμφύλιος χώρισε την πολιτική σε αριστερά και δεξιά. Κι έκανε την επιλογή της.
Σήμερα θα χαρακτηριζόσουν τουλάχιστο ως «ξεπουλημένη» αν ήσουν εκλογικά με τους δεξιούς και θα αισθανόσουν άβολα με τους αριστερούς. Θα σου έλειπε και το σθένος να κάνεις αυτή την πράξη. Και θα ήταν δύσκολο να δραπετεύσεις από τον μέντορα σου, όπως έκανε αυτή, αφήνοντας πίσω της την επιρροή του Στρατή Μυριβήλη και το σπίτι του στα Εξάρχεια. Σήμερα κι αν ακόμη αισθανθείς ότι πρέπει να αλλάξεις πολιτικό χώρο, δυσκολεύεσαι γιατί σου λένε ότι «ξεπουλήθηκες». Η έπαρση σ’ όλο το μεγαλείο της.
Σήμερα η εξωκοινοβουλευτική αριστερά θα σε κατηγορούσε στο δικαστήριο του λόγου, όπως μιλά συνεχώς πικρόχολα για τους ανθρώπους που πολιτεύονται ή αναπτύσσουν συλλογικές δράσεις με διαφορετικό τρόπο. Μια με τα ευρωπαϊκά προγράμματα, μια η σχέση σου με το Υπουργείο Παιδείας, μια η καχυποψία, όλα αυτά δύσκολα θα σε κάνουν να αισθάνεσαι καλά. Τα φίλια πυρά σκοτώνουν. Και χάνεται η ευκαιρία να πάρουμε ανθρώπους με το μέρος μας γιατί το δίκαιο και το αληθινό μιλάει από μόνο του. Αλλά μένει βουβό.
Κι όμως. Αυτή η δασκάλα συνεργάστηκε 20 χρόνια στην τοπική αυτοδιοίκηση στον δήμο της Αθήνας, με το διάλειμμα των Συνταγματαρχών. Έζησε 100 χρόνια, σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Αρσακείου, έγινε φεμινίστρια «Αρσακειάδα», βρήκε τρόπο με τις άλλες γυναίκες στη σχολή να μακραίνει τη φούστα της, έζησε πνευματικά στον μικρό κομουνιστικό της κύκλο, εργάσθηκε ως δασκάλα, έκανε υποκριτική, γέννησε την Μαρία, την Ζέφη και τον Λεό, ήρθε σε επαφή με νεοκαντιανούς και μαρξιστές, έγραψε πολλά βιβλία για μικρούς και μεγάλους και πρωτοστάτησε για το Πνευματικό Κέντρο της Αθήνας, τις κατασκηνώσεις, τους παιδικούς σταθμούς, το Βρεφοκομείο, τα Κέντρα Νεότητας, τα θεάματα για τα παιδιά, την μείωση των ανισοτήτων στις γειτονιές και την δημιουργία βιβλιοθηκών. Σήμερα όλοι αυτοί οι θεσμοί είναι ακόμη ανολοκλήρωτοι. Και η φτώχεια των παιδιών δραματική χωρίς μια δημοτική σύμβουλο να περνά ανάμεσά τους και να θυμώνει για να τα υπερασπιστεί. Τυγχάνει να είναι παιδιά ενός κατώτερου παιδιού. Κι ο θεός να απουσιάζει. Κι έχουμε πολλά να πούμε εναντίον τους.
Η Πέπη Δαράκη (1906 – 2006) έζησε τον αιώνα μας κι αγάπησε με πάθος τα παιδιά, τα σχολεία, την πνευματική ζωή, την πολιτική, τον κομουνισμό, τις γυναίκες και τα παραμύθια. Έσωσε την προφορική μνήμη των παραμυθιών και σήμερα τα βιβλία της είναι εξαντλημένα ή σπάνια. Κάνω τον κόπο και τα συλλέγω για την βιβλιοθήκη του «Σκασιαρχείου». Και νιώθω πως κρατώ ένα μοναδικό θησαυρό σε πληροφορίες, γνώσεις, στάσεις ζωής και μυθοπλασία που το διαδίκτυο ωχριά μπροστά του. Οι φίλοι μου γι’ αυτό με λένε λουδίτη. Νιώθω όμως ότι φτιάχνουμε πάντα με τις συλλογές μας μικρές κιβωτούς για τη θάλασσα.
Το όνομά της δεν θυμίζει κάτι στους νεότερους ανθρώπους. Κι όμως. Αν θες να μιλήσεις για κοινωνική παιδαγωγική, για χώρους στα παιδιά, για βιβλιοθήκες και κουκλοθέατρο, για ανάγνωση παραμυθιών και πολιτισμό της παιδικής ηλικίας ή για ραδιόφωνο, χρειάζεται να τη συναντήσεις στις σελίδες των βιβλίων της. Γράφει με τον τρόπο του ανθρώπου που ταξιδεύσει, ως μετανάστρια. Όπως κι ήταν. Γράφει ακατάπαυστα. Γράφει για να μας πει πως η γλώσσα όταν λύνεται είναι καλύτερη από τα μαθηματικά. Και πως του αλόγου τα φτερά μια μέρα όταν θα γίνουν γραφή, θα γίνουν ο κόσμος του μυλωνά, χωρίς ο ίδιος να πάθει κάτι. Η πίστη της για μια νέα γενιά παιδιών που θα τα καταφέρουν καλύτερα έκανε εμάς, αλλά εμείς δεν ξανακάναμε μια τέτοια γενιά όπως περιγράφεται στις σελίδες των βιβλίων της. Μείναμε χωρίς αποστολή, χωρίς άδειο κιβώτιο.
Σήμερα που είμαστε μυλωνάδες χωρίς μύλους μπορούμε να μιλάμε αιρετικά κι εξαιρετικά κι ας μην έχει ούτε ο Δον Κιχώτης ανεμόμυλους. Σημασία έχει να έχουμε το νου μας στο ψωμί και στην πνευματική τροφή. Και να δουλέψουμε για να φτάσουμε μια μέρα στην ποθητή ελευθερία μικρών και μεγάλων. Τότε μπορούμε να είμαστε δέντρα, χελώνες, μουσεία, όνειρα σε ρόδες, ειρήνη, τυπογραφία κι ανοιχτά γράμματα. Και το σχολείο μας να είναι ανοιχτό στην κοινότητα κι όχι της ασφάλειας το κάτεργο.
Οι εκλογές που έρχονται είναι μια ακόμη ευκαιρία να μας κάνουν να μιλήσουμε για τις δασκάλες που έφυγαν. Και να δούμε αν η θέση τους άξια μπορεί να καταληφθεί ή αξεπέραστα θα είμαστε μόνο η σκιά τους στην σπηλιά του Πλάτωνα, σαν τον Καραγκιόζη που σκορπά απλόχερα το γέλιο για να μείνει μόνο αυτό. Αλλά κι αυτό σύντομα χάνεται.
Είναι κι άλλες δασκάλες που έφυγαν και γι’ αυτές θα μιλήσουμε. Αλλά δεν πρόλαβαν πολλές απ’ αυτές να κάνουν τόσα πράγματα. Θες ο φασισμός, οι εξορίες, η αξιολόγηση, η σύντομη ζωή, δεν πρόλαβαν. Έχουμε κι άλλες που ακόμα προσπαθούν. Σ’ αυτές τις εκλογές να δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία στις δασκάλες. Μπορεί να προλάβουν.
Ο Χαράλαμπος Μπαλτάς είναι δάσκαλος στο 35ο Δημοτικό Σχολείο Εξαρχείων και μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας «Το Σκασιαρχείο» με «Τα θρανία της Άνοιξης» και το διασχολικό έντυπο «Ο Κοκκινολαίμης». babisbaltas1@gmail.com