Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 14.09.23
“…Θα σας στείλουμε σε μέρη κλειδιά όπου μπορείτε να μιλήσετε με τον κόσμο, να ανταλλάξετε χειραψίες και όλα τα σχετικά (…). Είναι απλό. Εσείς είστε το εμπόρευμα. Κι εμείς θα σας προωθήσουμε όπως προωθούμε κάθε είδους εμπόρευμα (…). Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να χειρίζεσαι το θέμα σου έτσι ώστε να εντυπωσιάζεις. Δεν χρειάζονται αναλύσεις σε βάθος. Εμπόρευμα πουλάμε, εσένα δηλαδή… “. Σίντνεϊ Σέλντον, Οργή αγγέλων, 1980
Είναι πια εμπεδωμένο, ως χιλιοειπωμένο: μετά την πτώση του υπάρξαντος αντίπαλου σοβιετικού δέους, η καπιταλιστική κοινωνία του ελέγχου, ακολουθώντας τις απλουστευτικές συνταγές που εξέθρεψαν το τέρας του φασισμού/ναζισμού, αφαιρεί απ’ το λαό κάθε εξουσία, με πανέξυπνο τρόπο. Διά της «αμεσότητας», οδηγεί κατευθείαν σε νέου τύπου μονοκρατορίες. Ο/Η ένας/μία λαοπρόβλητος/η που έρχεται, δήθεν, αμέσως από το λαό, καταλήγει να είναι ο/η ηγέτης/ιδα του νέου ολοκληρωτισμού. Που, από την ώρα της εκλογής του, δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα ενδιάμεσο αντιπροσωπευτικό όργανο, αφού όλα πια έχουν στο μεταξύ καταργηθεί. Ό,τι γίνεται στον κόσμο της εργασίας, με την υποβάθμιση των συνδικάτων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και την επιβολή των ατομικών κ.ο.κ., τα ίδια επισυμβαίνουν στην πολιτική: η «δημοκρατία» της απευθείας εκλογής δεν είναι παρά φενάκη. Η πραγματικότητα είναι ο ολοκληρωτικός ζόφος, εκείνος που δίνει στον/ην αρχηγέτη/ιδα τη δυναμική να δρα ανεξέλεγκτα, αφού μπορεί ανά πάσα στιγμή να επικαλείται τη φωνή του λαού.
Έτσι, οι νέοι πολιτικοί ηγεμόνες διαθέτουν περισσότερη δύναμη, σε κοινωνίες, μάλιστα, οι οποίες γίνονται ολοένα και πιο άνισες, με ολοένα και λιγότερα δικαιώματα για τους από κάτω.
Εμπόρευμα πουλάμε, λοιπόν, όπως σοφά αποτυπώνει μυθιστορηματικά, 40 τόσα χρόνια πίσω, ο Αμερικανός συγγραφέας, Σίντεϊ Σέλντον, την πορεία ενός εκλεκτού προς το Λευκό Οίκο. Δεν παράγουμε πολιτική, πωλήσεις κάνουμε, εταιρικές μάλιστα. Ο Μακρονισμός, οι κυβερνήσεις δίχως αρμοσμένο κόμμα πίσω τους, δίχως επί της ουσίας μηχανισμό ελέγχου, με απεύθυνση όχι πια στο λαό –έννοια με διακριτά χαρακτηριστικά- αλλά στον μαζικό πολτό, είναι εδώ. Οι νέοι όροι θέλουν πολιτικό προσωπικό διαμορφωμένο και συμμορφωμένο με τους όρους του συστήματος. Πετυχημένο, της αγοράς, με πτυχία, νέο και ωραίο, που να αναφέρεται αόριστα σε ιδεολογίες αλλά να μη δεσμεύεται από αυτές. Να ομιλεί μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Έτσι, οι νέοι/ες υποψήφιοι/ες πολιτικοί αρχηγοί σύρονται εξαρχής σε ετεροπροσδιορισμούς από τις επιβεβλημένες κατασκευές της κυρίαρχης κουλτούρας. Στην αριστερά, για παράδειγμα, έχουν χαθεί, σχεδόν παντελώς, οι όροι και τα προτάγματα της ταξικότητας. Με τους «πολλούς» για την «πρόοδο», είναι το θολό νέο μότο που χωράει τα πάντα. Ό,τι ορίζει η ηγεμονική κουλτούρα ως ντεμοντέ, απομακρύνεται. Δεν υπάρχει καπιταλισμός, δεν υπάρχουν ευρωπαϊκοί αντιλαϊκοί θεσμοί, δεν υπάρχουν εργοδότες και εργάτες. Ένας αστικού τύπου δικαιωματισμός συσκοτίζει τις μεγάλες αντιθέσεις: από το φεμινισμό και την πατριαρχία, το έμφυλο ή το προσφυγικό/μεταναστευτικό ως το περιβαλλοντικό και την οικολογία, όλα, υπόκεινται σε μια επιδερμική κριτική, πέρα και μακριά από αναλύσεις που στρέφονται ενάντια στο σύστημα. Αφού δεν υπάρχει κόμμα με ιδεολογικά όρια, τα οποία αν παραβιάσεις, φεύγεις, και μέλη μπορούν να είναι, χωρίς αυτοπρόσωπη παρουσία, οι πάντες, οι πολιτικές καριέρες στήνονται όχι με πολιτικά/ταξικά κριτήρια, αλλά με κριτήρια «αριστεύειν» ως σταρ. Να γράφεις στο φακό, να «τα λες», τηλεοπτικώ τω τρόπω, είναι το μείζον.
Αλλά σε έναν κόσμο όπου οι διακηρύξεις «ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να έχουν ίχνος ειλικρίνειας, όταν μένουν ανέπαφες οι κοινωνικές καταστάσεις που τον παράγουν σαν φυσική αναγκαιότητα» (Μπέρτολτ Μπρεχτ), το πολιτικό σύστημα διαρκώς μετατοπίζεται εγγύτερα στον ολοκληρωτισμό. Ό,τι ονομάζουμε μεταδημοκρατία, δεν είναι παρά μια αυταρχική διολίσθηση, όπου τα λαϊκά δικαιώματα διαρκώς περιορίζονται, την ώρα που, με τεχνικές χειραγώγησης, μεγεθύνεται η επιρροή των ιδιωτών του κεφαλαίου.
Στην Ευρώπη και στον κόσμο, η Αριστερά δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν μηχανισμοί αυτοπροστασίας. Αλλά τούτο απαιτεί αναστοχασμούς, τους οποίους η μεταδημοκρατία έχει επίσης κηρύξει ντεμοντέ και αναχρονιστικούς.