Δέκα μικρά μαθήματα επιβίωσης του μαρξισμού στην εποχή της μετανεωτερικότητας. (Βιβλιοκριτική)

(Terry Eagleton, Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο, Αθήνα, Πατάκης 2012)

του Νικολάου Τσίρου Αναδημοσίευση από Θέσεις

Το πρόσφατο βιβλίο του Terry Eagleton, Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο, αποκτά μια αληθινά παιδαγωγική αξία για όσους στρέφουν την προσοχή τους στην ασυμβίβαστη κριτική του καπιταλισμού ως κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού φαινομένου. Μάλιστα ο Eagleton ασχολείται στο βιβλίο του αυτό με το μαρξισμό περισσότερο ως ηθική και πολιτισμική, παρά ως οικονομική, κριτική απέναντι στο αντίπαλο δέος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Με καυστικό χιούμορ επιλέγει ένα διασκεδαστικό και πνευματώδη τρόπο γραφής προκειμένου να αντικρούσει δέκα από τις πιο διαδεδομένες ενστάσεις κατά του έργου του Μαρξ ως ατεκμηρίωτες και λανθασμένες. Όσο και εάν σε ορισμένα σημεία του βιβλίου του μια ορισμένη «αισθητικοποίηση» της γραφής ίσως λειτουργεί σε βάρος της εμβάθυνσης γύρω από κρίσιμα ζητήματα της μαρξικής θεωρίας, όμως γεγονός παραμένει ότι η κυριαρχία του «στυλ» επί του κειμένου κερδίζει τον ενδιαφερόμενο, υποψήφιο αναγνώστη του. Το αδιόρατο κόκκινο νήμα μιας διεσπαρμένης «αρνητικής διαλεκτικής» (τύπου Αντόρνο) κρατά συμπαγείς όλες τις γραμμές του κειμένου και προσθέτει απόλαυση στο καθεαυτό συμβάν της ανάγνωσης. Στα επόμενα θα εκθέσουμε συνοπτικά τις θέσεις του Eagleton απέναντι στις πιο διαδεδομένες ενστάσεις κατά του μαρξισμού.

Ένσταση πρώτη: ο μαρξισμός δεν έχει καμία σχέση με τις σημερινές,

ολοένα πιο αταξικές μεταβιομηχανικές δυτικές κοινωνίες

της υψηλής κοινωνικής κινητικότητας

Ο Eagleton εξηγεί την αντικριστή σχέση καπιταλισμού-μαρξισμού. Όσο υπάρχει ο καπιταλισμός θα πρέπει να υπάρχει και ο μαρξισμός ως κριτική του (σ. 18). Πέραν τούτου, ο σημερινός κόσμος χαρακτηρίζεται από θεαματικές ανισότητες πλούτου και εξουσίας και από ιμπεριαλιστικούς πολέμους και καταπίεση, δηλαδή από μια κυριαρχική τάξη πραγμάτων που σταδιακά κατέστη πιο συγκεντρωτική, αδιάλλακτη και αρπακτική.

Ο ισχυρισμός ότι ο μαρξισμός έπαψε να είναι πειστικός δεν οφείλεται κατά τον Eagleton σε μια ακαταμάχητη νίκη του καπιταλισμού αλλά στην απογοήτευση γύρω από τη δυνατότητα αλλαγής του νέου, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Ο μαρξισμός επιβάλλεται επομένως να ξαναγίνει αληθινός (σ. 27) για να χρησιμεύσει ως αναλυτικό εργαλείο σκέψης και δράσης στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και στην ενίσχυση της πίστης σε κάποια εναλλακτική, πολιτική προοπτική.

Εκτός από το πιο πάνω, αρνητικής φύσης, επιχείρημα του Eagleton θα πρέπει ακόμη να τονίσουμε ότι οι εισηγητές των δήθεν αταξικών «μεταβιομηχανικών κοινωνιών» της Δύσης ή της κοινωνίας της γνώσης έχουν ήδη δεχτεί θεμελιωμένη κριτική ακόμη και από μη μαρξιστές στοχαστές. Ο Giddens έχει π.χ. αμφισβητήσει την εγκυρότητα του όρου «μεταβιομηχανική κοινωνία», μια και οι εμπειρικές θεμελιώσεις του υποφέρουν σε αρκετά σημεία.1 Πρώτα και κύρια τα επαγγέλματα της παροχής υπηρεσιών εισάγονται ήδη στις απαρχές του βιομηχανισμού. Έπειτα ο τομέας των υπηρεσιών είναι ετερογενής, ώστε να μην μπορεί να ταυτιστεί σχηματικά με τις εργασίες του «λευκού περιλαίμιου». Είναι επίσης εμπειρικά δυσδιάκριτο, κατά πόσο η κωδικοποιημένη γνώση της κοινωνίας συνιστά τον κύριο πόρο για την ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής. Σε δομικό επίπεδο η θέση της μεταβιομηχανικής κοινωνίας φαίνεται να ενισχύει το βασικό επιχείρημα του Μαρξ στο βαθμό που και αυτή τονίζει τη σημασία των οικονομικών παραγόντων στη διαδικασία της κοινωνικής μεταβολής. Πράγματι, η «μεταβιομηχανική κοινωνία» αυτοκατανοείται ως αποτέλεσμα των οικονομικών εξελίξεων που οδηγούν στο μετασχηματισμό των υπόλοιπων θεσμών σε μια ορισμένη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ώστε να μην απέχει ιδιαίτερα από τη θεώρηση του Μαρξ γύρω από το καθεαυτό φαινόμενο της κοινωνικής και ιστορικής εξέλιξης.2

Ένσταση δεύτερη: ο μαρξισμός είναι πολύ καλός στη θεωρία,

ωστόσο όπου εφαρμόστηκε ως «υπαρκτός» σοσιαλισμός κατέληξε

στον τρόμο, στις μαζικές δολοφονίες και στην πλήρη έλλειψη ελευθερίας

Ο Εagleton παραδέχεται ότι ο μαοϊσμός και ο σταλινισμός έβλαψαν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού ως «τσαπατσούλικα, αιματοβαμμένα πειράματα» (σ. 35), πιστεύει όμως ότι αυτό οφείλεται εν μέρει στο χαμηλό επίπεδο υλικής παραγωγής, στη φτώχεια και στην ανεπάρκεια των πολιτικών και διοικητικών θεσμών που επικρατούσε στη μπολσεβικική Ρωσία και στη μαοϊκή Κίνα. Οι ιδεώδεις προδιαγραφές του σοσιαλισμού είναι κατά τη γνώμη του ένας ειδικευμένος, μορφωμένος και πολιτικά καλλιεργημένος πληθυσμός, ακμαίοι δημόσιοι θεσμοί, εξελιγμένη τεχνολογία και η έξη στη δημοκρατική παράδοση (σ. 38). Οι επαρκείς υλικοί πόροι είναι επομένως μια αναγκαία προϋπόθεση για να επιτύχει το καταρχήν ουσιώδες πείραμα ενός σοσιαλισμού της αγοράς, όπου ναι μεν τα μέσα παραγωγής θα ανήκουν στην κοινωνία, αλλά αυτοδιοικούμενοι συνεταιρισμοί θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους στις αγορές (σ. 45). Σε κάθε πάντως περίπτωση επισημαίνει ο Eagleton, ότι και ο καπιταλισμός σφυρηλατήθηκε μέσα στη βία, τη σκλαβιά, τις γενοκτονίες και την εκμετάλλευση, μόνο που έχει κατορθώσει να επιβιώσει, σε αντίθεση με το σοσιαλισμό, για αρκετά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ώστε να λησμονήσει το αποτρόπαιο παρελθόν του (σ. 32).

Γεγονός πάντως είναι ότι μέσα στο ίδιο το δόγμα του Λένιν η «προλεταριακή» προβληματική για την ειρήνη διαφέρει ριζικά από την «αστική δημοκρατική», αφού το σύνθημα της με κάθε θυσία ειρήνης είναι απαράδεκτο, ενόσω συγκαλύπτεται το γεγονός ότι κάθε ειρήνη, όπως και κάθε πόλεμος, επιδιώκει ορισμένους σκοπούς. Ο πόλεμος και η πολιτική συλλαμβάνονται από τον Λένιν ως μια αδιάσπαστη διαλεκτική ενότητα, που από κοινού υπόκεινται στην υπερκείμενη έννοια του αγώνα. Έτσι η ειρήνη και ο αγώνας δεν είναι για τον Λένιν έννοιες αντίθετες μεταξύ τους, απλά οι αγώνες σε καιρό ειρήνης διεξάγονται χωρίς τη χρήση οργανωμένης ένοπλης βίας.3 Η ιστορική θεμελίωση της πολιτικής πάνω στην έννοια του αγώνα ή της σύγκρουσης μπορεί γι’ αυτό εύκολα να υποκαταστήσει μια «λεπταισθησία της κρίσης» προκαταλαμβάνοντας ή ακόμη και εξοντώνοντας τον ταξικό αντίπαλο. Αλλά και η συμβολή του Μαρξ στη θεωρία της δημοκρατίας προσανατολίζεται περισσότερο προς την επαναστατική θεωρία και πράξη. Από την άποψη αυτή, η άμεση επαναστατική δημοκρατία μπορεί άκοπα να δημιουργήσει μια δημόσια εξουσία, η οποία θα δρα χωρίς λεπτομερείς περιορισμούς. Η υπόδειξη του Εagleton για χρησιμοποίηση των δημοκρατικών ηθών και θεσμών προς όφελος ενός σοσιαλισμού της αγοράς αποκαλύπτει για πολλοστή φορά ένα βασικό καθήκον της κοινωνικής ανάλυσης του σύγχρονου μαρξισμού: την κατασκευή μιας εμπειρικής και θεωρητικά επεξεργασμένης δημοκρατικής θεωρίας.4

Ένσταση τρίτη: Ο μαρξισμός αιτιοκρατείται

γιατί βλέπει τους ανθρώπους απλώς ως εργαλεία της ιστορικής νομοτέλειας

και έτσι τους αφαιρεί την ελευθερία και την ατομικότητά τους

Ο Eagletonεξηγεί ότι εάν και αρκετές διατυπώσεις στο έργο του Μαρξ εκφράζουν ιστορική αιτιοκρατία, όμως ο ίδιος ο Μαρξ δεν απορρίπτει το ελεύθερο των ανθρώπινων πράξεων και δεν θεωρεί την έλευση του σοσιαλισμού αναπόφευκτη. Κρίσιμη δεν είναι μονάχα η ιδέα της ταξικής πάλης που διακρίνει τη σκέψη του Μαρξ από τις άλλες κοινωνικές θεωρίες. Η μαρξική πρωτοτυπία συνίσταται στο ότι συνδυάζει την ταξική πάλη με τον τρόπο παραγωγής για την ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης (σ. 62). Όμως ο Μαρξ δεν θεωρεί δεδομένο ότι οι παραγωγικές δυνάμεις διαρκώς εξελίσσονται, ενώ στο έργο του δεν είναι ξεκάθαρος ο μηχανισμός μέσω του οποίου ορισμένες κοινωνικές τάξεις «επιλέγονται» για να αναλάβουν το έργο της προώθησης των παραγωγικών δυνάμεων. Σε ό,τι ειδικότερα αφορά στο ζήτημα της επανάστασης ή των νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης και συνύπαρξης ο Eagleton θεωρεί ότι η μαρξιστική θεωρία της ιστορίας παρουσιάζει προβλήματα στο βαθμό που κατανοεί τη μετάβαση από τη μια ταξική κοινωνία στην άλλη αποκλειστικά ως τη σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής (σσ. 68-69). Κατά τον Eagleton η επανάσταση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και όχι πάντοτε μόνο από το κατά πόσο μια κοινωνική τάξη μπορεί να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις. Ένα ολόκληρο φάσμα ενδεχόμενων κοινωνικών σχέσεων συνοδεύει κάθε στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, έτσι ώστε να μην είναι πάντοτε σαφές εάν υφίσταται μια στερεότυπη σχέση υποταγής των κοινωνικών σχέσεων στις παραγωγικές δυνάμεις. Προτείνει ένα εναλλακτικό, πιο χαλαρό μοντέλο μαρξιστικής ερμηνείας της ιστορικής εξέλιξης, όπου και οι κοινωνικές σχέσεις και οι ταξικοί αγώνες θα διαδραματίζουν έναν ισοδύναμο ρόλο για τη δημιουργία της ζωντανής, ανθρώπινης ιστορίας (σσ. 78-79). Με βάση αυτό το μοντέλο, οι τρόποι παραγωγής δεν προκύπτουν αναπόφευκτα και δεν υπάρχει κάποια εγγενής εξελικτική λογική που τους συνδέει άρρηκτα με τα προγενέστερα παραγωγικά στάδια (σ. 91).

Είναι γεγονός ότι ο δυϊσμός της κοινωνικής θεωρίας μεταξύ ατόμου και κοινωνίας δημιουργεί σχέση έντασης στο έργο του Μαρξ. Στο πρώιμο έργο του ο Μαρξ επικεντρώνεται στην ανθρώπινη ελευθερία και στην πραγμάτωση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, ενώ στο ύστερο έργο του ασχολείται κυρίως με το άτομο ως προϊόν των οικονομικών και κοινωνικών δομών. Επί παραδείγματι, στα Χειρόγραφα του 1844 ο Μαρξ επικεντρώνεται σε μια ορισμένη «φιλοσοφική ανθρωπολογία», ερμηνεύοντας εκείνη τη μορφή αλλοτρίωσης που προξενεί ο καπιταλισμός μέσω της αποξένωσης του εργαζόμενου από το ίδιο το προϊόν της εργασίας του. Το όραμα του νεαρού Μαρξ είναι ένας κόσμος ελεύθερος και χωρίς αλλοτρίωση, που ουσιαστικά ταυτίζεται με την πολιτική και την οικονομική χειραφέτηση από τη μισθωτή εργασία. Ενώ στα Χειρόγραφα του 1844 κυριαρχεί η ανάλυση των ανθρώπινων πράξεων και ιδεών, στο ώριμο έργο κυριαρχεί η οικονομική ανάλυση καθεαυτή. Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί ένα πέρασμα σε αναλύσεις δομής του καπιταλιστικού συστήματος, διαμέσου της όψιμης θεωρίας του Μαρξ για το φετιχισμό του εμπορεύματος. Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι τόσο ένας ατελέσφορος κατατεμαχισμός του μαρξικού έργου σε νεαρό και ώριμο, όσο η κατανόηση των διαφορετικών οπτικών με τις οποίες ο Μαρξ προσεγγίζει το υλικό του: η ανάλυση της κοινωνικής δράσης προβαδίζει στα πρώιμα κείμενά του, η ανάλυση της κοινωνικής δομής κυριαρχεί στο Κεφάλαιο. Υπό το πρίσμα αυτό νομίζω ότι μια αόρατη γέφυρα διαπερνά το σύνολο του μαρξικού έργου και στις δύο άκρες της ακουμπά ισοβαρώς τόσο στους πυλώνες της ανθρώπινης δράσης που δημιουργεί την κοινωνία (νεαρό έργο), όσο και της κοινωνίας που δρα πάνω στα άτομα ως εξωτερική δύναμη (ώριμο έργο). Η μαρξική πρόσληψη του δυϊσμού ατόμου – κοινωνίας και δράσης – δομής, σχηματικά ιδωμένη, σημαίνει ότι ο Μαρξ δεν υπήρξε in toto αιτιοκράτης, παρά το ότι ορισμένες φορές παρουσιάζει τους ιστορικούς νόμους ως φυσικούς και φαίνεται να ερωτοτροπεί με την ιδέα περί της θεμελίωσης της ιστορίας στη Φύση. Ο Eagleton τονίζει σωστά ότι ο Μαρξ, ως διανοητής του 19ου αιώνα, χρησιμοποίησε το κύρος των φυσικών επιστημών για να προσδώσει μεγαλύτερη νομιμοποίηση και αίγλη στο έργο του (σ. 84).

Ένσταση τέταρτη: Η πολιτική ουτοπία του μαρξισμού

συνίσταται σε μια επιπόλαιη πίστη στην ανθρώπινη φύση:

το όραμα μιας τέλειας, αταξικής κοινωνίας παραγνωρίζει

την ανθρώπινη φαυλότητα και την ιδιοτέλεια των κινήτρων

μεταξύ επιθετικών και ανταγωνιζόμενων πλασμάτων

Ο Eagleton ανατρέχει στο πρώιμο έργο του Μαρξ και στις αναφορές του στην «ουσία του ανθρώπινου είδους», η οποία ισοδυναμεί στην πράξη με μια υλιστική άποψη της ανθρώπινης φύσης. Εάν δεν υπήρχε μια ειδολογική ομοιότητα υψηλού βαθμού μεταξύ των ανθρώπων, τότε θα ήταν ανεδαφικό και το οποιοδήποτε όραμα μιας σοσιαλιστικής, παγκόσμιας συνεργασίας. Στο κομβικό αυτό σημείο ο Μαρξ διασταυρώνει την οικονομική θεωρία του με μια ηθική και πολιτισμική κριτική απέναντι στον καπιταλισμό. Η ελεύθερη ανάπτυξη και αυτοπραγμάτωση των ατόμων, δηλαδή η διεκδίκηση της ατομικότητας, αποτελεί τον υπέρτατο σκοπό της μαρξικής θεωρίας, αρκεί να μην ξεχνά και το αίτημα της συνεργατικότητας μιας κοινωνικής ομάδας ως έναν επίσης ύψιστο σκοπό μιας σοσιαλιστικής πολιτικής (σ. 124). Η ιδέα του αυτοδιοικούμενου συνεταιρισμού εδράζεται σε αυτό ακριβώς το πνεύμα της συνεργασίας και της ισότιμης συμμετοχής στα κέρδη και τη διοίκηση της μονάδας. Το κλειδί είναι η συνολική δομή και όχι η αρετή του κάθε μέλους προσωπικά (σ. 127).

Πάντως ο Eagleton δεν έχει την ψευδαίσθηση ότι η έλευση του κομουνισμού θα εξαφανίσει το φθόνο, την επιθετικότητα, την κτητικότητα και τον ανταγωνισμό μεταξύ των ανθρώπων (σ. 128). Οι ιδιότητες αυτές είναι σύμφυτες με την ανθρώπινη ψυχή, γιατί αποτελούν πολιτισμικά, ψυχολογικά και εξελικτικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν αλλάζουν με θεσμικές μεταβολές (σ. 133). Όμως θεωρεί δικαιολογημένη μια μαρξικά αισιόδοξη ενατένιση του μέλλοντος, εάν και εφόσον μέσω πολιτικής εκπαίδευσης βελτιωθούν οι υπάρχοντες θεσμοί στην κατεύθυνση μιας αυθεντικής ισότητας, όπου θα καλύπτονται εξίσου οι διαφορετικές ανάγκες όλων (σ. 147). Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει για τον Eagleton ούτε ομοιομορφία, ούτε ουτοπία, αλλά ρεαλιστικό αίτημα προς χάριν της πραγματοποίησης της αυθεντικής ισότητας που θα σέβεται τη διαφορετικότητα όλων.

Στις παρατηρήσεις αυτές θα πρόσθετα ότι ίσως ο Μοντεσκιέ ήταν ο πρώτος πριν από τον Μαρξ που επιχείρησε να σκεφτεί την ιστορία χωρίς να της αποδώσει κανένα σκοπό και στη συνέχεια να απαντήσει στο κλασικό πρόβλημα της κινητήριας δύναμης του πολιτικού γίγνεσθαι. Με τη θεμελιώδη έννοια της αρχής (principe) ενός πολιτεύματος ο Μοντεσκιέ εισήλθε στην πραγματική ζωή της κάθε μορφής πολιτεύματος και στο πάθος που το κάνει να ενεργεί.5 Υπό όρους μαρξικής κοινωνιολογίας θα λέγαμε ότι η αρχή του πολιτεύματος είναι η «ιδεολογία» του, όπως αυτή συμπυκνώνεται σε μορφές συγκεκριμένης ύπαρξης και συμπεριφοράς μιας κοινωνίας ανθρώπων. Τα πάθη των ανθρώπων είναι τα ελατήρια του κάθε πολιτεύματος, τα ενεργήματα που ορίζουν την ύπαρξή του. Με άλλα λόγια, ελάχιστη σημασία έχει η απόδοση μιας λογικής αλήθειας στο συμπέρασμα ότι και ο κομουνισμός ως ανθρώπινο, μεταξύ άλλων, πολίτευμα συμφύρεται με τα πάθη των ανθρώπων του και επομένως με την επιθετικότητα, την ιδιοτέλεια των κινήτρων και τις αξιώσεις κυριαρχίας.

Εάν όμως οι ανθρώπινες πράξεις διέπονται από την αιτιότητα της θεμελιώδους αρχής του πολιτεύματος, δηλαδή από την ιδεολογική πλεκτάνη των παθών, τι νόημα έχει το ηθικό μαρξικό παράγγελμα της ατομικής και συλλογικής αυτοπραγμάτωσης; Τι άραγε απομένει από το μαρξικό Δέον της συλλογικότητας, όταν το κοινωνικό Είναι εκ προοιμίου αιτιοκρατείται; Η όποια απάντηση αναδεικνύει εκ νέου το βαθμό έντασης του δυϊσμού μεταξύ ατόμου και κοινωνίας που φωλιάζει μέσα στη μαρξική θεωρία. Και η σαγήνη που ασκεί η μαρξική πρόταση της αυτοπραγμάτωσης βρίσκεται ιδίως στην παιδαγωγική σημασία της και όχι τόσο στην κατά γράμμα, ονομαστική, απόδοση του πλήρους νοήματός της. Ένα μέλλον που αργεί ακόμη να φανεί είναι στην ουσία ένα κακοφορμισμένο στη βασανιστική του διάρκεια παρόν. Από την άλλη πάλι πλευρά, ένα ενατενιστικά ελπιδοφόρο μέλλον νοηματοδοτεί ένα ιστορικό παρόν που δεν αρνείται δογματικά την επαναδιάταξη των στοιχείων του και δεν προσκολλάται στις τετριμμένες συνήθειες και στους παλιούς, αντιδραστικούς τρόπους αντίληψης των πραγμάτων.

Ένσταση πέμπτη: Ο μαρξισμός είναι μια μορφή οικονομικής αιτιοκρατίας,

όπου τα πάντα εκλαμβάνονται ως αντανακλάσεις της οικονομίας

ή της ταξικής πάλης. Αυτό έχει ως συνέπεια να παραβλέπεται η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων υποθέσεων για χάρη μιας μονοδιάστατης εκδοχής της ιστορίας

Ο Eagleton εξηγεί ότι για τον Μαρξ οι κοινωνικές τάξεις αποτελούν εκτός από οικονομικές οντότητες και κοινωνικά μορφώματα που συμπεριλαμβάνουν θεσμούς, σύνολα αξιών και διανοητικές έξεις. Κατά συνέπεια οι κοινωνικές τάξεις δεν ανάγονται, δίκην αυτομάτου, σε οικονομικούς παράγοντες (σ. 164-165). Αλλά ακόμη και η έννοια της εργασίας δεν μπορεί να περιοριστεί στην οικονομική της διάσταση, στην υπό όρους βεμπεριανής κοινωνιολογίας επίτευξη των στόχων μιας stricto sensu εργαλειακής δράσης. Ο Eagleton υπενθυμίζει ότι για τον Μαρξ η εργασία συνεπάγεται την ενεργοποίηση μιας ολόκληρης ανθρωπολογίας, αφού αυτή έχει πάντοτε εκτός από υλική και συμβολική σημασία. Επομένως η εργασία δεν μπορεί ποτέ να είναι μια απλώς τεχνική ή υλική υπόθεση (σ. 166). Ο Eagleton προχωρά ένα βήμα παραπέρα στην προσπάθειά του να χρωματίσει αισθητικά και ανθρωπολογικά το επιχείρημά του. Στο κείμενό του προτείνει μια διευρυμένη συναίσθηση της μαρξικής έννοιας της παραγωγής ταυτίζοντάς την με οποιαδήποτε δραστηριότητα προάγει την αυτοπραγμάτωση. Η παραγωγή και η εργασία ανάγονται στην αρχαιοελληνική ιστορική κοιτίδα εκείνου που ο Μαρξ ονομάζει «πρᾶξιν» και που σημαίνει την ελεύθερη δραστηριότητα με την οποία το κάθε ανθρώπινο ον διεκδικεί το αίτημα για την αυθεντική του ολοκλήρωση (σ. 171). Το έργο του Μαρξ διατρέχει η κεντρική ιδέα της απόλαυσης και η καλή ζωή που σημαίνει σωστή διαχείριση του εργασιακού και ελεύθερου χρόνου. Ο Eagleton σημειώνει με το ιδιότυπο αγγλοσαξωνικό του χιούμορ: «Ο ελεύθερος χρόνος είναι κάτι για το οποίο πρέπει να εργαστείς» (σ. 173).

Η εννοιολογική ταύτιση της μαρξικής παραγωγής με την αρχαιοελληνική σημασία της πράξης θυμίζει έντονα τη σχετική επί του θέματος ανάλυση του Καστοριάδη. Ο Καστοριάδης, όπως και ο Eagleton, αποκαλεί πράξη τη δράση που σκοπεύει στον άλλο ή στους άλλους ως αυτόνομα όντα με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται ως παράγοντας της ανάπτυξης της ίδιας τους της αυτονομίας. Η πράξη είναι αυτό που κατευθύνεται στην ανάπτυξη της αυτονομίας ως σκοπό και χρησιμοποιεί προς αυτό το σκοπό την αυτονομία ως μέσο.6 Με αυτή τη διευρυμένη κατανόηση της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας ως πράξης που εντέλλεται την αυτοπραγμάτωση, ο μαρξισμός μπορεί να κατοχυρώσει μια πρόσφορη και κατανοητή ανθρωπολογία. Το σπουδαιότερο όλων, μια τέτοια μαρξική οριοθέτηση της παραγωγής ως ανθρώπινης πράξης αποτρέπει την κατηγορία του ότι ο μαρξισμός είναι μια μορφή οικονομικού αναγωγισμού. Η πράξη αντιστέκεται πάντοτε σε κάθε προσπάθεια χυδαίας αναγωγής της σε ένα τυπικό σχήμα μέσων-σκοπών. Τούτο, γιατί ως μια μη απλώς τεχνική δραστηριότητα μέσα στην πράξη, η αυτονομία των άλλων δεν είναι ένας σκοπός ή τέλος, είναι μια μη πεπερασμένη αρχή, ένας παράγοντας που ποτέ δεν ενεργεί στο πλευρό ενός απλού υπολογισμού.

Πέραν όμως όλων των άλλων, ο Eagleton δείχνει να παρακάμπτει τις καθοριστικές για το θέμα του οικονομικού ντετερμινισμού αναλύσεις του Αλτουσέρ περί δομής και κοινωνικής θέσης. Ο Αλτουσέρ είναι αυτός που πρώτος χρησιμοποιεί τον όρο «σχετική αυτονομία» για να περιγράψει τη σχέση μεταξύ πολιτικού, ιδεολογικού και οικονομικού επιπέδου και για να υποστηρίξει τη θέση πως η οικονομία δεν επηρεάζει μόνον την πολιτική και την ιδεολογία, αλλά επηρεάζεται και η ίδια από αυτές. Ο Αλτουσέρ διακρίνει επίσης μεταξύ του καθοριστικού «σε τελική ανάλυση» ρόλου του οικονομικού παράγοντα και της «δεσπόζουσας δομής», «της δομής εν κυριαρχία» σε εκείνες τις ιστορικές περιόδους που η πολιτική και η ιδεολογία παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο και όχι η οικονομία.7 Κοντολογίς ο Eagleton αποσιωπά την αναζωογονητική προσπάθεια του Αλτουσέρ να αποκαθάρει το μαρξισμό από μονοπαραγοντικές εξηγήσεις είτε του οικονομικού ντετερμινισμού, είτε των ουμανιστικών αναθεωρήσεών του, οι οποίες υποβάθμισαν την προτεραιότητα της οικονομίας.

Ένσταση έκτη: Ο μαρξισμός στερείται πνευματικότητας,

γιατί βλέπει τα πάντα ως αντανάκλαση του υλικού κόσμου

Ο Eagleton εξηγεί ότι ο Μαρξ αποκατέστησε την ιδέα ενός ενεργητικού ανθρώπινου υποκειμένου, που μόνο μέσα από την πρακτική, συλλογική δραστηριότητα μπορεί να αλλάξει τις ιδέες που καθοδηγούν τη ζωή του. Βέβαια η κοινωνική ύπαρξη καθορίζει τη συνείδηση και θέτει όρια στη σκέψη, η δε απελευθέρωση από αυτά τα όρια προϋποθέτει την αλλαγή της υλικής μορφής της ζωής μας. Όμως για τον Μαρξ, συνείδηση και κοινωνική δραστηριότητα δεν είναι έννοιες αποκομμένες μεταξύ τους (σ. 195). Αντίθετα η ανθρώπινη συνείδηση είναι ενσωματωμένη στην πρακτική μας συμπεριφορά. Πάντως η υλική ύπαρξη είναι υπό μια έννοια πιο θεμελιώδης από ό,τι οι ιδέες και τα νοήματα, αφού σε τελική ανάλυση οι μορφές σκέψης καθορίζονται από την κοινωνική πραγματικότητα και σε αυτή μάλιστα τη διατύπωση συνίσταται και το διάσημο μαρξικό σχήμα περί βάσης και εποικοδομήματος (σ. 198). Ο Eagleton προτείνει μια οριζόντια κατανόηση του μοντέλου βάσης – εποικοδομήματος, όπου η βάση μπορεί να θεωρηθεί ως το εξωτερικό όριο των πολιτικών δυνατοτήτων, το τελικό εμπόδιο που πασχίζει συνεχώς να υπερβεί μια σοσιαλιστική πολιτική (σ. 208-209). Υπενθυμίζει επίσης ότι ο Μαρξ ανήκε στη μεγάλη αριστοτελική παράδοση σύμφωνα με την οποία η ηθική δεν είναι πρωτίστως υπόθεση νόμων ή απαγορεύσεων, αλλά ο τρόπος για να επιτευχθεί ο στόχος της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου.

Το νόημα της αυτονομίας είναι, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο στόχος του επαναστατικού προτάγματος, αυτή που τελικά «πνευματοποιεί» την παράδοση του ιστορικού υλισμού. Πιο λεπτομερώς, είναι η κοινωνική διάσταση της αυτονομίας που οδηγεί άμεσα στο πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα που καλείται να επιλύσει ο μαρξισμός. Με τον έναν ή άλλο τρόπο, η λησμονημένη διάσταση της διυποκειμενικότητας και το πώς αυτή διαμοίβεται φανερώνει ότι η πνευματικότητα του μαρξισμού θα κερδίσει ή θα χάσει σε γνωσιοθεωρητικό εύρος ανάλογα με τον τρόπο που θα αντιμετωπίσει τη σχέση του υποκειμένου με τον άλλο ή τους άλλους.8 Εφόσον το πρόβλημα της διυποκειμενικότητας δεν αποτελέσει ένα από τα κεντρικά αναλυτικά πεδία της σύγχρονης μαρξικής θεωρίας, τότε κάθε μορφή θεωρίας με κριτικό ή όχι προσανατολισμό θα σφετεριστεί σε βάρος της το σχετικό θέμα με αποτελέσματα που θα έχουν ιδεολογικό αντίκτυπο στην ίδια την ατομική και συλλογική δράση.

Ένταση έβδομη: Ο μαρξισμός παραβλέπει τον ελάχιστο ρόλο

της κοινωνικής τάξης στο σύγχρονο κόσμο,

όπου παρατηρείται όλο και μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα

Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δημιουργεί και τρέφει αυταπάτες περί δήθεν αταξικότητας, ενώ στην πραγματικότητα οι φτωχοί των πόλεων αποτελούν πάνω από το μισό πληθυσμό της γης. Ο Eagleton σημειώνει ότι Μαρξ δεν ταύτιζε την εργατική τάξη με τη χειρωνακτική εργασία, καθώς η τάξη αυτή περιλαμβάνει όλους όσους πωλούν αναγκαστικά την εργατική τους δύναμη στο κεφάλαιο, υποφέρουν κάτω από τους καταπιεστικούς κανόνες του και έχουν ελάχιστο έλεγχο των εργασιακών συνθηκών τους (σ. 226). Η μετάβαση από το «βιομηχανικό» στο «μεταβιομηχανικό» καπιταλισμό δεν αλλάζει τη φύση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας, ενώ ολοένα και περισσότερη τεχνική και επιστημονική εργασία έχει αφομοιωθεί από τις λεγόμενες «υπηρεσίες» ή τους τομείς της πληροφορικής και των επικοινωνιών στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της καπιταλιστικής διαδικασίας. Μια νέα εργατική τάξη περιλαμβάνει κατά τον Εagleton εκτός από τους βιομηχανικούς εργάτες, τα κατώτερα υπαλληλικά στρώματα (γραμματείς, τεχνικούς, βοηθητικούς υπαλλήλους γενικών καθηκόντων, σερβιτόρους κ.λπ.) που αποτελούν ένα τεράστιο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού (σ. 232). Εάν προσθέσουμε στη λίστα όλους όσους δεν ανήκουν στην εργατική τάξη με την κλασική έννοια του όρου, αλλά μπαινοβγαίνουν στην παραγωγική διαδικασία (πλανόδιοι πωλητές, κράχτες, πωλητές φαγητού και ποτού, πόρνες, εργαζόμενα παιδιά, χειραμαξάδες, οικιακοί υπηρέτες και αυτοαπασχολούμενοι μικροεπιχειρηματίες), τότε παρατηρούμε τον εντυπωσιακό όγκο των οικονομικά καταπιεσμένων, που κατά τον Eagleton αποτελούν την ταχύτερα μεγεθυνόμενη κοινωνική ομάδα του πλανήτη (σ. 233).

Μια από τις μέγιστες ειρωνείες στη ιστορία του μαρξισμού είναι το γεγονός ότι το Κεφάλαιο τελειώνει με το ερώτημα: «Τι είναι τάξη;», που μένει αναπάντητο.9 Εντούτοις δεν απουσιάζει στο έργο του Μαρξ η πρόγνωση για τον τρόπο που επηρεάζει η τεχνολογία και ο εκσυγχρονισμός της τεχνικής βάσης την πορεία της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Στο πλαίσιο αυτό, η εργατική τάξη ως «κοινωνική» τάξη προσδιορίζει μόνιμα ένα μάλλον ενεργό συλλογικό υποκείμενο που ενώ υφίσταται οικονομική καταπίεση, ταυτόχρονα δημιουργεί τους όρους της απελευθέρωσής του και στη συνέχεια της απελευθέρωσης όλης της κοινωνίας από τα ταξικά της δεσμά. Ένα από τα πιο δοκιμασμένα ρεύματα σκέψης της κοινωνικής θεωρίας είναι αναμφίβολα ο δομομαρξισμός. Ιδιαίτερα η συνεισφορά του Πουλαντζά στη μελέτη του σύγχρονου ταξικού φαινομένου υπήρξε επιδραστική στο βαθμό που διέκρινε μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας και διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Η βάση του επιχειρήματος του Πουλαντζά συνίσταται στην παραδοχή ότι οι κοινωνικές τάξεις δεν καθορίζονται μόνον από την οικονομία, αλλά ότι εξαρτώνται εξίσου άμεσα από την πολιτική και την ιδεολογία.10 Έτσι ο δομομαρξισμός πρωτοτυπεί γιατί επισημαίνει το ενδεχόμενο της συνύπαρξης διαφορετικών τρόπων παραγωγής μέσα στον ίδιο κοινωνικό σχηματισμό. Πέραν τούτου ο Πουλαντζάς μιλάει για επιμέρους «μερίδες τάξεων» που τις διακρίνει με δευτερογενή οικονομικά κριτήρια. Τέλος ο Πουλαντζάς κάνει λόγο για «κοινωνικές κατηγορίες», οι οποίες καθορίζονται από τις θέσεις που καταλαμβάνουν στους πολιτικούς θεσμούς. Ως ένα μεγάλο βαθμό ο Πουλαντζάς προσφέρει μια σύνθετη εικόνα της ταξικής δομής που παρά το ότι χρειάζεται επικαιροποιημένη συμπλήρωση για να ανταποκριθεί στην πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνικών ομαδώσεων, όμως με βεβαιότητα άνοιξε διάπλατα την πόρτα του γόνιμου διαλόγου της μαρξιστικής θεωρίας με ζητήματα που αφορούν στην πύκνωση της κοινωνικής κινητικότητας. Ο Eagleton δεν αναφέρεται στην κρίσιμη συμβολή του δομομαρξισμού για την ανάλυση του σύγχρονου ταξικού φαινομένου, πράγμα που κατά τη γνώμη μου αδικεί κατάφωρα τη συμβολή του νεομαρξισμού για το ζήτημα των σύγχρονων κοινωνικών τάξεων.

Ένσταση όγδοη: οι μαρξιστές είναι θιασώτες της βίαιης πολιτικής δράσης

και προτιμούν τη βία της επανάστασης αντί μιας μετριοπαθούς

και σταδιακής κοινωνικής μεταρρύθμισης

Επιτυχημένες είναι κατά τον Eagleton είτε οι ειρηνικές επαναστάσεις είτε οι επαναστάσεις που κατάφεραν να εξαλείψουν κάθε ίχνος προηγούμενης βίας. Παραδέχεται όμως ότι στη σύντομη σταδιοδρομία του ο μαρξισμός έχει χρησιμοποιήσει κατά κόρον βία (παράδειγμα ο Στάλιν και ο Μάο). Ομοίως και η ιστορία του καπιταλισμού αποτελεί, μεταξύ άλλων, μια ατέλειωτη ιστορία πολέμων σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου (σ. 244). Από την άλλη πάλι πλευρά, οι σοσιαλιστές διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα περισσότερα κινήματα ειρήνης στη νεότερη ιστορία, εξαιτίας της απέχθειάς τους προς το μιλιταρισμό και το σοβινισμό. Ως εξήγηση της βίας των σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι βέβαια η άρνηση των εύπορων τάξεων να εγκαταλείψουν ειρηνικά τα προνόμιά τους (σ. 247). Πέραν όλων των άλλων, ο Eagleton επισημαίνει ότι οι μαρξιστές δεν σταματούν να προσβλέπουν στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και την κοινωνική μεταρρύθμιση, εάν με τον τρόπο αυτό μπορούν να επιτύχουν τους πολιτικούς σκοπούς τους (σσ. 250-251). Ο ίδιος ο Μαρξ ήταν θιασώτης των μεταρρυθμιστικών οργάνων και μέτρων, όπως η επέκταση του πολιτικού δικαιώματος και η συρρίκνωση της εργάσιμης ημέρας.

Στις πιο πάνω παρατηρήσεις θα προσθέσω ότι από την άποψη των οικονομικών κινήτρων της βίας ο μαρξισμός θεωρεί αδιανόητο ότι η άσκηση βίας θα μπορούσε να αποτελέσει αυτοσκοπό. Η βία μπορεί να είναι μόνο το μέσο για την πολιτική δικτατορία του προλεταριάτου, σκοπός όμως είναι πάντοτε τα οικονομικά πλεονεκτήματα της μετάβασης σε ένα νέο πολιτικό σχηματισμό. Ο Ένγκελς αρνείται στη βία όχι μόνον τον χαρακτήρα του αυτοσκοπού, αλλά και την ικανότητα να εγκαθιδρύσει και να στηρίξει μόνιμες πολιτικές συνομαδώσεις. Άλλωστε από την άποψη του οικονομικού προσδιορισμού του είδους της ασκούμενης βίας, αυτή ναι μεν μπορεί να μεταβάλει την ανάλωση των προϊόντων, όχι όμως και τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής. Τέλος τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς αρνούνται την ταύτιση της κοινωνίας και της ιστορίας με την άσκηση βίας, ενώ ταυτίζουν αδιάλειπτα (και ίσως αδιαφοροποίητα) τη βία με τις σχέσεις εξουσίας και με τον τρόπο αυτό μπορούν να ισχυρίζονται το πρωτείο της οικονομίας έναντι της γυμνής βίας στην κοινωνική ζωή.11

Ένσταση ένατη: Ο μαρξισμός πιστεύει σε ένα πανίσχυρο κράτος

και σε μια δεσποτική εξουσία του κόμματος,

αφού αυτό συνέβη οπουδήποτε εφαρμόστηκε ο λεγόμενος υπαρκτός σοσιαλισμός

Ο Eagleton εστιάζει το ενδιαφέρον του στον πυρήνα του μαρξικού επιχειρήματος περί κράτους. Το φιλελεύθερο κράτος είναι ταξικά μεροληπτικό αφού ενώ εμφανίζεται να στοχεύει στην κοινωνική συνοχή, όμως στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Σε μια κομουνιστική κοινωνία θα εξαλειφθεί μεν το ταξικό κράτος, χωρίς όμως να εξαλειφθεί η κρατική αναγκαιότητα υπό την έννοια μιας κεντρικής διοίκησης. Η προσδοκία του Μαρξ συνίσταται στην εξάλειψη του κράτους ως οργάνου βίας (σ. 259), αλλά όχι στην παντελή απουσία διοικητικών οργάνων και θεσμών που θα λειτουργούν προς όφελος όλης της κοινωνίας. Άλλωστε κατά τον Eagleton o σοσιαλισμός αποτελεί την πλήρη πραγμάτωση της δημοκρατίας, όχι την άρνησή της (σ. 265). Κατά τον Μαρξ στο σοσιαλισμό θα εξακολουθήσει να υπάρχει το κράτος ως διαχειριστικό σώμα που παίρνει τη σκυτάλη από το καταναγκαστικό φιλελεύθερο κράτος. Επί λέξει, ο Eagleton σημειώνει με το ανάλογο χιούμορ (σ. 272):

«Ας φανταστούμε ένα αποκεντρωμένο δίκτυο αυτοκυβερνώμενων κοινοτήτων, το οποίο ρυθμίζεται ελαστικά από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κεντρική διοίκηση, και κάποιον να μας ανακοινώνει: “Ιδού το κράτος!”, ενώ εμείς περιμένουμε κάτι πιο επιβλητικό και μνημειώδες, κάτι φερ’ ειπείν που να παραπέμπει στο Γουεστμίνστερ, τη Γουάιτχολ και τον μυστηριακά αινιγματικό πρίγκιπα Άντριου».

Η θέση του Eagleton θέτει το καίριο ερώτημα σχετικά με το κατά πόσο συμβιβάζεται το μοντέλο της Παρισινής Κομούνας (που είχε ο ίδιος ο Μαρξ κατά νου) της άμεσης δημοκρατίας με μια σταθερή και διαρκή διαδικασία λήψης αποφάσεων που παράγει έναν επαρκή αριθμό αποφάσεων για το συντονισμό μιας σύνθετης κοινωνίας. Πώς δηλαδή θα λειτουργήσει στην πράξη μια αυτοκυβερνώμενη ένωση μεταξύ «ίσων και ελεύθερων» πολιτών; Τι θα συμβεί εάν κάποιοι αντιτίθενται σθεναρά στις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης; Στα ερωτήματα αυτά υπάρχουν τρεις τουλάχιστον ανταγωνιστικές αντιλήψεις του σύγχρονου μαρξισμού: α) Οι «ελευθεριακοί» μαρξιστές είναι σαφώς ενάντια στο κράτος και στα κόμματα και επικριτές κάθε μορφής ιεραρχίας και συγκεντρωτικής εξουσίας, β) οι «πλουραλιστές» μαρξιστές υποστηρίζουν τη μετάβαση από το σοσιαλισμό στον κομουνισμό με διαφορετικό τρόπο ανά χώρα, θεωρούν ότι οι κρατικοί θεσμοί είναι σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητοι από την κυρίαρχη τάξη και προβάλλουν τη σημασία της αναδιάταξης των θεσμών ενάντια στα συμφέροντα του κεφαλαίου και γ) οι «ορθόδοξοι» μαρξιστές ασχολούνται ιδίως με το πρόβλημα της κατάκτησης του φιλελεύθερου κράτους και θεωρούν ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό και τον κομουνισμό απαιτεί την «επαγγελματική» ηγεσία ενός πειθαρχημένου πυρήνα κομματικών επαναστατών.12

Συμπερασματικά, επειδή ο Μαρξ δεν άφησε μια ολοκληρωμένη θεωρία περί κράτους, η κληρονομιά του είναι διφορούμενη με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ανταγωνιστικές πολιτικές απόψεις εντός της σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας.

Ένσταση δέκατη: Τα πιο ενδιαφέροντα ριζοσπαστικά κινήματα

των τελευταίων δεκαετιών (φεμινισμός, περιβαλλοντισμός, μειονοτικές πολιτικές, κινήματα ειρήνης) προέκυψαν ανεξάρτητα από το μαρξισμό.

Η πολιτική Αριστερά αντιπροσωπεύει πλέον ένα μεταταξικό,

μεταβιομηχανικό κόσμο.

Ο Eagleton υπενθυμίζει ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα, μόνο στους κόλπους του κομουνιστικού κινήματος συζητιόταν συστηματικά το ζήτημα του φύλου, του εθνικισμού και της αποικιοκρατίας (σ. 280). Για λόγους ιστορικής αλήθειας, πρώτες οι επονομαζόμενες σοσιαλιστικές κοινωνίες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν με σοβαρό τρόπο το «γυναικείο» ζήτημα, ενώ οι μαρξιστές πρωτοστάτησαν στην αντίσταση κατά της αποικιοκρατίας και του φασισμού. Τα νέα κοινωνικά κινήματα δεν είναι ως επί το πλείστον καθόλου νέα, ιδιαίτερα μάλιστα το γυναικείο ζήτημα συνδεόταν πάντοτε με τη φυλετική καταπίεση και την οικονομική εκμετάλλευση. Ο Eagleton επισημαίνει επίσης ότι ο Μαρξ υπήρξε φυσιοκράτης και υλιστής: πίσω από το ενδιαφέρον του για τη Φύση και την ορθολογική εκμετάλλευση των πόρων της που θα εξασφαλίσουν μια μακροπρόθεσμη βιώσιμη παραγωγή βρίσκεται ένα φιλοσοφικό όραμα (σ. 298). Οι άνθρωποι αποτελούν μέρος της Φύσης και θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξή τους όταν λησμονούν αυτή την αλήθεια. Αντίθετα, οι μετανεωτεριστές απωθούν το φυσικό, υλικό σώμα μέσα στην κουλτούρα και επιδιώκουν να το εξαφανίσουν μέσα σε αυτήν ως δήθεν «κατασκευή». Και μόνο η χρήση της λέξης «φυσικό» προκαλεί πολιτικά ορθό σύγκρυο στο μετανεωτερισμό σημειώνει ο Eagleton σαρκαστικά (σ. 300).

Θα συμπληρώσουμε ότι τα λεγόμενα κινήματα της μετανεωτερικότητας καθρεφτίζουν την προβληματική σχέση της ατομικής υποκειμενικότητας με ένα όλο και πιο κατακερματισμένο κοινωνικό όλο. Ακόμη και ο νεομαρξισμός των δεκαετιών του 1970-1980 και εντεύθεν κινήθηκε στο πλαίσο μιας πολιτιστικής επανάστασης που προσέλαβε περίπου ως δεδομένη πολιτική κατάσταση τον τρόπο λειτουργίας της μαζικής δημοκρατίας. Η διαφοροποίηση, η πολυπλοκότητα και η ατομοποίηση δεν ήταν τυχαίες πραγματικότητες, αλλά προέκυψαν από μια μη αντιστρέψιμη αναπαραγωγή ορισμένων υλικών προϋποθέσεων. Οι προϋποθέσεις αυτές συνδέθηκαν έτσι μοιραία με την υπόσταση (και υπόθεση) μιας σχετικά ευημερούσας μαζικής δημοκρατίας. Επομένως τα ποικιλώνυμα κινήματα της μετανεωτερικότητας διεκδικούν δίκαια την ιστορικότητα των όποιων επιτυχιών τους υπό το πρίσμα των κοινωνικοϊστορικών δυνατοτήτων που πρόσφερε το πρόσφατο παρελθόν. Όλα όμως μετασχηματίζονται και αποκτούν τα στοιχειακά τους χαρακτηριστικά σε περίοδο εκτεταμένης κρίσης, όπως η σημερινή: τότε επανατίθεται στο τραπέζι της συζήτησης το ζήτημα της φτώχειας και της κάθετης οικονομικής ανισότητας και εκμετάλλευσης. Με μια λέξη ενεργοποιείται ο στοχασμός περί της βαθιάς ταξικότητας που διέπει τις παγκοσμιοποιημένες πια καπιταλιστικές σχέσεις. Σε περίοδο επομένως κρίσης ο μαρξισμός επιστρατεύεται ως θεωρητικό σχήμα και σήμα κινδύνου για να προσφέρει προοπτική ανακούφισης στους καταπιεσμένους και ένα χρήσιμο κοινωνικοθεωρητικό μοντέλο ανάλυσης που, εάν μη τι άλλο, δεν στερείται του έρματος της λογικής συνοχής του.

Τελικές παρατηρήσεις

Η γοητεία του βιβλίου του Eagleton έγκειται στο ότι προσφέρει μια φιλοσοφική, σχεδόν «πνευματοποιημένη» εκδοχή της σύγχρονης, δυτικής μαρξιστικής σκέψης και παράδοσης. Με πειθώ φανερώνει ότι ο Μαρξ υπήρξε ο πιο χονδροειδώς παρερμηνευμένος διανοητής της δυτικής παράδοσης. Τόσο ο ενημερωμένος όσο και ο αδαής περί του μαρξισμού αναγνώστης του βιβλίου του θα αποκομίσει αυτή την αίσθηση της ιστορικής αδικίας από την κάποτε παραπειστική, αντίπαλη ιδεολογική κριτική των μαρξικών ιδεών και πρακτικών. Πίσω από το αποδεικτικό μοντέλο του κειμένου Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο κρύβεται κατά τη γνώμη μου το ερώτημα εάν «ήταν μαρξιστής ο Μαρξ;», υπό την έννοια της στρεβλωτικής πρόσληψης της θεωρίας του τόσο από τους θιασώτες και εκτελεστές του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» όσο και από τους ορκισμένους εχθρούς της σκέψης του.13

Διερωτώμενοι για τον αποδεικτικό τροπισμό του κειμένου, συναντούμε το αρνητικό-διαλεκτικό πνεύμα του Eagleton που κινείται σε μια φιλοσοφική παράδοση γνήσια αντορνική: οι μεγάλες αποδείξεις προϋποθέτουν γνήσια κοινωνικοθεωρητικά διλήμματα που τίθενται σε μόνιμη εναντιωματική σχέση μεταξύ τους: πίστευε ο Μαρξ περισσότερο στο άτομο ή στην κοινωνία, στην κοινωνική ή στη συστημική ολοκλήρωση, στην ατομική ή κοινωνική δράση; Ο Eagleton κινείται μάλλον προς την αδιόρατη κατεύθυνση της φιλοσοφικής αποκατάστασης του νεαρού Μαρξ, προς την κατεύθυνση ενσωμάτωσης του «επιστημονικού» μαρξισμού στη νεανική «προϊστορία» και στο ατομικό ιδίωμα του δημιουργού του. Ο Μαρξ ενοποιημένος και όχι ως η διαιρεμένη τομή του έργου του είναι ο απώτατος τρόπος που ο Eagleton απονέμει τον ανάλογο φόρο τιμής στο μαρξικό έργο. Υπό την έννοια αυτή ο Μαρξ ήταν μαρξιστής ως ο βιωματικός σκηνοθέτης του συνολικού του έργου. Η αμφιβολία και το ερώτημα μπαίνει μονάχα από τα υστερόπρωτα κριτήρια της ερμηνείας του έργου του, όταν δηλαδή αυτή τεμαχίζει και διαιρεί αυθαίρετα το σώμα του έργου του. Αλλά μια διαίρεση ή κατάτμηση δεν θα ενδιέφερε και φυσικά δεν θα άρεσε καθόλου στον ίδιο τον Μαρξ!

1 Α. Giddens, Κοινωνιολογία, Gutenberg, Αθήνα 2002: 682-683.

2 Βλ. Ν. Τσίρο, «Οικουμενικός ατομικισμός, δικαιοκρατία και ιστορικότητα», Θέσεις, τ. 119, Απρίλιος-Ιούνιος 2012: 156.

3 Επ’ αυτού, Π. Κονδύλη, Θεωρία του Πολέμου, Θεμέλιο, Αθήνα 1997: 277 κ.ε.

4 Ο Μ. Schmidt, Θεωρίες της δημοκρατίας, Σαββάλας, Αθήνα 2004: 189, θεωρεί ως βασική έλλειψη της κοινωνικής ανάλυσης του κλασικού μαρξισμού την απουσία μιας εμπειρικής και θεωρητικά θεμελιωμένης πολιτικής θεωρίας.

5 Λ. Αλτουσέρ, Μοντεσκιέ, Πολιτική και Ιστορία, Πλέθρον, Αθήνα 2005: 54 κ.ε.

6 Κ. Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Ράππας, Αθήνα, 1981: 114.

7 Για τη συνολική αποτίμηση της αλτουσεριανής συμβολής, βλ. Ι. Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία. Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000: 295-354.

8 Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται η «ανακατασκευαστική» προσπάθεια του J. Habermas, Zur Rekonstruktion des historischen Materialismus, Suhrkamp, Frankfurt 1976.

9 Πρβλ. Α. Λύτρα, Δοκιμές στην ταξική ανάλυση. Προσεγγίσεις στην κλασική θεωρία των κοινωνικών τάξεων, Παπαζήσης, Αθήνα 2004: 93.

10 Ν. Πουλαντζάς, Κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα χ.χ., του ιδίου, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, Θεμέλιο, Αθήνα 1975, τ. Α΄ και Β΄.

11 Πρβλ. στο σημείο αυτό την κριτική του Π. Κονδύλη, ό.π.: 200.

12 Βλ. και Ντ. Χελντ, Μοντέλα Δημοκρατίας, Πολύτροπον, Αθήνα 2003: 136-143.13 Για το θέμα, βλ. I. Craib, Κλασική κοινωνική θεωρία, ό.π.: 153-209.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο